φροκαλίζω

φροκαλίζω
Ν
φροκαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φροκαλώ, κατά τα ρ. σε -ίζω).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φροκαλίζω — βλ. φροκαλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φροκάλισμα — το, Ν [φροκαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φροκαλίζω …   Dictionary of Greek

  • σκουπίζω — Ν [σκούπα] 1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή») 2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β.… …   Dictionary of Greek

  • φροκαλίδι — το, Ν υποκορ. τ. τού φρόκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροκαλίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. σκουπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • φροκαλώ — και φροκαλίζω φροκάλησα, σκουπίζω με φροκαλιά (βλ. λ.), σκουπίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”